παραθεώρησις
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
εως, ἡ,
A comparative examination, Plu.2.820a.
German (Pape)
[Seite 479] ἡ, das Betrachten (neben etwas Anderm), Plut. reip. ger. praec. 27.
Greek (Liddell-Scott)
παραθεώρησις: -εως, ἡ συγκριτικὴ ἐξέτασις, Πλούτ. 2. 820Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’observer à côté de.
Étymologie: παραθεωρέω.
Greek Monolingual
ἡ, Α παραθεωρώ
συγκριτική εξέταση.
Russian (Dvoretsky)
παραθεώρησις: εως ἡ сравнительное рассмотрение, сопоставление (τῶν πεπραγμένων Plut.).