παραθλίβω

From LSJ
Revision as of 12:05, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθλίβω Medium diacritics: παραθλίβω Low diacritics: παραθλίβω Capitals: ΠΑΡΑΘΛΙΒΩ
Transliteration A: parathlíbō Transliteration B: parathlibō Transliteration C: parathlivo Beta Code: paraqli/bw

English (LSJ)

[i],

   A press at the side, τὸν ὀφθαλμόν S.E.P.1.47; press close, π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ LXX 4 Ki.6.32; τὴν σάρκα Herod.Med. ap. Orib. 10.18.15:—Pass., Arat.993; παραθλιφθείσης τῆς κόρης Gal.UP10.12; τὸ ὕδωρ σῶμά ἐστιν… παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν Herm. ap. Stob.1.49.68.    2 π. τῆς ἀναπνοῆς shut off part of the escape of air from a flute, Onos.10.3.

German (Pape)

[Seite 479] von der Seite oder an der Seite drücken, ὀφθαλμόν, Sext. Emp. pyrrh. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

παραθλίβω: [ῑ], θλίβω πλαγίως, τὸν ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 47· π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 32).

Greek Monolingual

Α
1. θλίβω από τα πλάγια («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)
2. πιέζω δυνατά («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)
3. φράζω εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο αέρας.

Russian (Dvoretsky)

παραθλίβω: (ῑ) нажимать сбоку, надавливать со стороны (τὸν ὀφθαλμόν Sext.).