κολοβομάχη

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβομάχη Medium diacritics: κολοβομάχη Low diacritics: κολοβομάχη Capitals: ΚΟΛΟΒΟΜΑΧΗ
Transliteration A: kolobomáchē Transliteration B: kolobomachē Transliteration C: kolovomachi Beta Code: koloboma/xh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A the interrupted battle, name for Il.8, Sch.B Il.8 init.; also κολοβο-μᾰχία, ἡ, Sch.Leid.Il.13.745 in Valck.Animadv.ad Ammon.p.181; cf. κόλος 3.

German (Pape)

[Seite 1474] ἡ, die unterbrochene Schlacht, so hieß das achte Buch der Ilias, Schol. Il. 8, 1; auch κολοβομαχία.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβομάχη: ἡ, ἡ διακοπεῖσα μάχη, ὡς εἷς τῶν Σχολιαστῶν καλεῖ τὴν Θ. ῥαψῳδίαν τῆς Ἰλ.· ἐν τοῖς Ἐνετ. Σχολ., αὐτόθι, «κόλον δὲ μάχην ἤτοι κολοβὴν τὴν Θ. ῥαψῳδίαν καλοῦσι» Εὐστ. 599. 59.

Greek Monolingual

κολοβομάχη και κολοβομαχία, ἡ (Α)
(ονομασία για το Θ της Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο-μαχία, πεζο-μαχία].