πολυέλικτος

From LSJ
Revision as of 09:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλικτος Medium diacritics: πολυέλικτος Low diacritics: πολυέλικτος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: polyéliktos Transliteration B: polyeliktos Transliteration C: polyeliktos Beta Code: polue/liktos

English (LSJ)

ον,

   A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13.    II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.

German (Pape)

[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(

Greek Monotonic

πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυέλικτος -ον [πολύς, ἑλίσσω] met veel bochten; overdr.. π. ἁδονά het plezier van een wervelende dans Eur. Phoen. 314.

Russian (Dvoretsky)

πολυέλικτος: досл. весьма извилистый, перен. разнообразнейший (ἡδονή Eur.).

Middle Liddell

πολυ-έλικτος, ον,
much convoluted, πολ. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, Eur.