στηθοειδής
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ές,
A rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.
German (Pape)
[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στηθοειδής -ές [στῆθος, εἶδος] borstvormig.