ἀρχαιοπινής

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιοπῐνής Medium diacritics: ἀρχαιοπινής Low diacritics: αρχαιοπινής Capitals: ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗΣ
Transliteration A: archaiopinḗs Transliteration B: archaiopinēs Transliteration C: archaiopinis Beta Code: a)rxaiopinh/s

English (LSJ)

ές,

   A with the patina of antiquity, D.H.Dem.38.

German (Pape)

[Seite 364] ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιοπῐνής: -ές, ὁ τὴν σκωρίαν ἔχων τῆς ἀρχαιότητος, μεταφ., ὁ τὴν ἀφέλειαν ἔχων τοῦ ἀρχαίου ὕφους, ἵνα… ἐπανθῇ τις αὐταῖς (ταῖς τοιαύταις συζυγίαις) χνοῦς ἀρχαιοπινὴς καὶ χάρις ἀβίαστος Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.

Spanish (DGE)

-ές
ret. que tiene un barniz antiguo χνοῦς fig., de cierto arcaísmo en el estilo, D.H.Dem.38.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀρχαιοπινής, -ές)
1. αυτός που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας
2. αυτός που έχει την απλότητα του αρχαίου ύφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πινής < πίνος «ακαθαρσία, λέρα»].