ὁμοεθνία

From LSJ
Revision as of 09:35, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(Beta Code)(.*?\n\|Definition.*?)(connexion)" to "\1\2connection")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοεθνία Medium diacritics: ὁμοεθνία Low diacritics: ομοεθνία Capitals: ΟΜΟΕΘΝΙΑ
Transliteration A: homoethnía Transliteration B: homoethnia Transliteration C: omoethnia Beta Code: o(moeqni/a

English (LSJ)

ἡ, lit.,

   A descent from the same people or race : then, connection and sympathy of parts, Hp.Loc.Hom.1, Mul.2.174.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, das Abstammen von demselben Volk. – Bei Hippocr. der Zusammenhang und die Mitempfindung der Theile.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεθνία: ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., σχέσις καὶ συμπάθεια μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ ἔθνος κεῖται ἀντὶ τοῦ μέρος, 408. 30., 663. 52.

Greek Monolingual

η (Α ὁμοεθνία, ιων. τ. ὁμοεθνίη) ομοεθνής
η καταγωγή από το ίδιο έθνος
νεοελλ.
το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν σε ένα έθνος
αρχ.
η συμμετρία τών μερών του σώματος.