ἐλευθεριότης

From LSJ
Revision as of 14:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθεριότης Medium diacritics: ἐλευθεριότης Low diacritics: ελευθεριότης Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΤΗΣ
Transliteration A: eleutheriótēs Transliteration B: eleutheriotēs Transliteration C: eleftheriotis Beta Code: e)leuqerio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R.402c, Arist.EN1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐ. Pl.Tht.144d: generally, generosity, ἡ ἐ. τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73.

German (Pape)

[Seite 796] ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευθέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευθερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἐλευθερίου, κυρίως ἐλευθεριότης περὶ τὸ δίδειν, γενναιοδωρία, Πλάτ. Πολ. 402C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 1· ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Πλάτ. Θεαίτ. 144D.

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
condition ou sentiment d’un homme libre ; libéralité, générosité.
Étymologie: ἐλευθέριος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
comportamiento de hombre libre, liberalidad, generosidad junto a otras virtudes objeto de enseñanza τὰ τῆς σοφρωσύνης εἴδη καὶ ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριότητος καὶ μεγαλοπρεπείας Pl.R.402c, cf. Chrysipp.Stoic.3.67, Theo Al.in Ptol.320.21, ἐ. καὶ μεγαλοψυχία Plu.Aem.28, cf. Poll.3.118, Clem.Al.Strom.7.3.18, c. gen. τὴν ἐλευθεριότητα τῆς ὑπουργίας ἐκείνης θεασάμενον Plu.Pomp.73, cf. Them.Or.23.291c, Gloss.Pap.1.16.160, c. ref. expresa al dinero πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἐλευθεριότητα θαυμαστός Pl.Tht.144d, (ἐ.) δοκεῖ δὲ εἶναι ἡ περὶ χρήματα μεσότης Arist.EN 1119b22, cf. MM 1186b22, ἐχρῶντο τῇ πρὸς αὐτοὺς ἐλευθεριότητι Plu.Pel.3, junto a ἀσωτία ‘despilfarro’ ἀγχίθυρος ... ἐλευθεριότητι δὲ ἀσωτία Synes.Regn.6.

Greek Monotonic

ἐλευθεριότης: -ητος, ἡ, ευγένεια, αρχοντιά, γενναιοδωρία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθεριότης: ητος ἡ
1) состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.;
2) великодушие, щедрость, бескорыстие (τῶν χρημάτων Plat. и περὶ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὶ ἀνελυθερίας Arst.).

Middle Liddell

ἐλευθεριότης, ητος,
the character of an ἐλευθέριος, liberality, Plat.