πολυχώρητος

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχώρητος Medium diacritics: πολυχώρητος Low diacritics: πολυχώρητος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: polychṓrētos Transliteration B: polychōrētos Transliteration C: polychoritos Beta Code: poluxw/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A capacious, spacious, κόσμος PMag.Par.1.2828, cf. Sch.Theoc.13.46; of large area, Sophon. in de An.9.17 (Sup.): Comp., of larger area or of greater cubic content, Simp.in Cael.414.15, in Ph.291.18: Sup., Damian.Opt.3.

German (Pape)

[Seite 677] vielfassend, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχώρητος: -ον, ὁ πολλὰ χωρῶν, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 46, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο/πολυχώρητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά ευρύχωρος, πολύχωρος
αρχ.
αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε μεγάλη έκταση
2. αυτός που έχει μεγάλη έκταση, μεγάλη επιφάνεια, μεγάλο εμβαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χωρητός (< χωρῶ), πρβλ. ολιγο-χώρητος].