πορφυρίζω

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίζω Medium diacritics: πορφυρίζω Low diacritics: πορφυρίζω Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΖΩ
Transliteration A: porphyrízō Transliteration B: porphyrizō Transliteration C: porfyrizo Beta Code: porfuri/zw

English (LSJ)

   A to be purplish, Dsc.3.36, Apollod.Ath. ap. Ath.7.281f; of the sea, Arist. Mir.843a26:—Med., Apollon.Lex.s.v. πορφύρῃ.

German (Pape)

[Seite 686] ein wenig purpurfarbig sein; Ath. VII, 281 e; D. Sic. 2, 53.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίζω: ἔχω χρῶμα πλησιάζον τῷ πορφυρῷ, Διοσκ. 3. 44, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 281Ε· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130, 3· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.

Greek Monolingual

(I)
ΝΜΑ πορφύρα
νεοελλ.
μέσ. πορφυρίζομαι
παίρνω πορφυρό χρώμα («και πορφυρίζονται πάντες οι ουράνιοι κάμποι», Κάλβ.)
μσν.-αρχ.
έχω χρώμα υποπόρφυρο, το χρώμα μου πλησιάζει το πορφυρό (α. «ἔχον ἐπ' ἄκρον κεφάλια ἄνθους πορφυρίζοντα», Διοσκ.)
β. «πορφυρίζον ἄνθος», Γεωπ.).
(II)
Α
(για θάλασσα) πορφύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρω, κατά το πορφυρίζω (Ι) (< πορφύρα)].

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίζω: отливать багрянцем (θάλασσα πορφυρίζουσα Arst.).