πολυχρηματία

From LSJ
Revision as of 13:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρημᾰτία Medium diacritics: πολυχρηματία Low diacritics: πολυχρηματία Capitals: ΠΟΛΥΧΡΗΜΑΤΙΑ
Transliteration A: polychrēmatía Transliteration B: polychrēmatia Transliteration C: polychrimatia Beta Code: poluxrhmati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.

German (Pape)

[Seite 677] Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρημᾰτία: ἡ, ἀφθονία χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de biens, richesse.
Étymologie: πολυχρήματος.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολυχρήματος
αφθονία χρημάτων, πολλά χρήματα, μεγάλος πλούτος.

Greek Monotonic

πολυχρημᾰτία: ἡ, αφθονία σε πλούτο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρημᾰτία: ἡ богатство, состоятельность Xen.

Middle Liddell

πολυχρημᾰτία, ἡ,
greatness of wealth, Xen.