ποικιλόμορφος

From LSJ
Revision as of 18:54, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόμορφος Medium diacritics: ποικιλόμορφος Low diacritics: ποικιλόμορφος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: poikilómorphos Transliteration B: poikilomorphos Transliteration C: poikilomorfos Beta Code: poikilo/morfos

English (LSJ)

ον,

   A variegated, ἱμάτια Ar.Pl.530; of many shapes, [θεά], of Fortune, Lyr.Alex.Adesp.34.1.

German (Pape)

[Seite 650] von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόμορφος: -ον, ποικιλόχρους, ποικιλοχρώματος, ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux formes diverses ou changeantes.
Étymologie: ποικίλος, μορφή.

Greek Monotonic

ποικῐλόμορφος: -ον, αυτός που έχει ποικίλη μορφή, ποικιλόχρωμος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόμορφος -ον [ποικίλος, μορφή] bont versierd.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόμορφος: пестрый, разноцветный или узорчатый (ἱμάτια Arph.).

Middle Liddell

ποικῐλό-μορφος, ον,
of varied form, variegated, Ar.