ἀνεπίσχετος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίσχετος Medium diacritics: ἀνεπίσχετος Low diacritics: ανεπίσχετος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: anepíschetos Transliteration B: anepischetos Transliteration C: anepischetos Beta Code: a)nepi/sxetos

English (LSJ)

ον,

   A not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. -τως Id.1.296, Plu.Ages. 27.

German (Pape)

[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser detenido, incontenible ὁρμή I.Vit.265, φορή Aret.SD 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20
de pers., Ph.2.268.
2 adv. -ως inconteniblemente αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.Ages.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.

Greek Monolingual

ἀνεπίσχετος, -ον (Α) επέχω
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος.