ὑπομείων
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A inferior:—ὑπομείονες, among the Spartans, were citizens of inferior right, opp. ὅμοιοι, X.HG3.3.6; in an army, οἱ ὑ. the subaltern officers, D.C.38.35.
German (Pape)
[Seite 1225] gen. ονος, etwas weniger od. geringer. – Bei den Spartanern waren die ὑπομείονες eine untergeordnete Klasse von Staatsbürgern, Xen. Hell. 3, 3,6, neben εἵλωτες u. νεοδαμώδεις genannt, im Ggstz zu den ὅμοιοι. – Bei Kriegsheeren die untern Angestellten, die Subalternen, D. Cass. 42, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομείων: -ον, γεν. -ονος, ὀλίγον τι μείων· - ὑπομείονες παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις ἦσαν πολῑται δευτέρας τάξεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ὁμοίους, 3. 3, 6, πρβλ. Müller Dor. 3. 5, 7· ἐν στρατεύματι, οἱ ὑπ. = ὑπαξιωματικοί, οἱ ὑπὸ ἑτέρους ἢ κατώτεροι ἀξιωματικοί, Δίων Κάσσ. 38. 35.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
de condition inférieure;
subst. οἱ ὑπομείονες;
1 les citoyens de la dernière classe, à Sparte;
2 officiers subalternes, sous-officiers.
Étymologie: ὑπό, μείων.
Greek Monolingual
-εῑον, Α
1. κάπως μικρότερος ή λιγότερος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑπομείονες·(στη Σπάρτη) α) πολίτες περιορισμένων πολιτικών δικαιωμάτων οι οποίοι είχαν βέβαια γεννηθεί από γονείς γνήσιους Σπαρτιάτες πολίτες, αλλά δεν είχαν λάβει την καθιερωμένη αγωγή και δεν μετείχαν στα κοινά συσσίτια, επειδή αδυνατούσαν να καταβάλουν τη νόμιμη φορολογία
β) κατώτεροι αξιωματούχοι, υφιστάμενοι άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μείων «μικρότερος, λιγότερος»].
Greek Monotonic
ὑπομείων: -ον, γεν. -ονος, κάπως λιγότερος· ὑπομείονες, υποδεέστεροι, κατώτεροι πολίτες, αντίθ. προς το ὅμοιοι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομείων: 2, gen. ονος несколько меньший, низший: οἱ ὑπομείονες Xen. (в Спарте) граждане второй категории (после спартиатов).
Middle Liddell
ὑπο-μείων, ονος,
somewhat less:— ὑπομείονες, subordinate citizens, opp. to ὅμοιοι, Xen.