σιτοδόκος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον,
A receptive of corn or bread, πήρα, γαστήρ, AP6.95 (Antiphil.), 11.60 (Paul. Sil.); later σῑτο-δόχος (q.v.). II Subst. σιτοδόκος, ὁ, keeper of corn, Hp.Epid.4.25.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide, Brot oder sonst Nahrung aufnehmend, enthaltend; γαστήρ, Paul. Sil. 40 (XI, 60); πήρα, Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδόκος: -ον, ὁ περιλαμβάνων, περιέχων τροφήν, πήρα, γαστὴρ Ἀνθ. Π. 6. 95., 11. 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui reçoit ou contient du blé ou des aliments.
Étymologie: σῖτος, δέκομαι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και σιτοδόχος, Μ
1. αυτός στον οποίο τοποθετείται σιτάρι («πήραν μέτρου σιτοδόκον», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που δέχεται την τροφή («σιτοδόχος γαστήρ», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δόκος / -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος: ξενο-δόχος].
Greek Monotonic
σῑτοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει τρόφιμα ή σιτηρά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοδόκος:
1) принимающий пищу (γαστήρ Anth.);
2) содержащий продовольствие (πήρα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοδόκος -ον [σῖτος, δέχομαι] graanopnemend; subst. τὸ σιτοδόκον graanopslagplaats. Hp.