τριχώδης

From LSJ
Revision as of 11:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχώδης Medium diacritics: τριχώδης Low diacritics: τριχώδης Capitals: ΤΡΙΧΩΔΗΣ
Transliteration A: trichṓdēs Transliteration B: trichōdēs Transliteration C: trichodis Beta Code: trixw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like hair, like a hair, Arist.HA620b17, PA691a7, al., Thphr.HP4.9.2, 6.2.8.    2 metaph., φωνία τ. notes fine as hairs, Arist.Aud.803b24.    3 mixed with hair, πηλός Hp.Morb.3.17.    4 τριχώδη· ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν (fort. ὀχύρωσιν) ἐπιτήδεια, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 5, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., φωναὶ τρ., μικραὶ καὶ λεπταὶ φωναί, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57.

Greek Monolingual

-ες / τριχώδης, -ῶδες, ΝΑ θρίξ, τριχός]
όμοιος με τρίχα, τριχοειδής
νεοελλ.
γεμάτος τρίχες, τριχωτός
αρχ.
1. αναμεμιγμένος με τρίχες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»
3. φρ. «φωναὶ τριχώδεις»
μτφ. λεπτές φωνές.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχώδης:
1) обросший волосами (πτερά Arst.);
2) похожий на волос, волосной (πόροι Arst.);
3) перен. тонкий как волос (φωνία Arst.).