τριμελής

From LSJ
Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐμελής Medium diacritics: τριμελής Low diacritics: τριμελής Capitals: ΤΡΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: trimelḗs Transliteration B: trimelēs Transliteration C: trimelis Beta Code: trimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλητριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονο-μελής].

Russian (Dvoretsky)

τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.