Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαλκοπάρῃος

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπάρῃος Medium diacritics: χαλκοπάρῃος Low diacritics: χαλκοπάρηος Capitals: ΧΑΛΚΟΠΑΡΗΟΣ
Transliteration A: chalkopárēios Transliteration B: chalkoparēos Transliteration C: chalkoparios Beta Code: xalkopa/rh|os

English (LSJ)

[πᾰ], Dor. χαλκο-πάρᾱος, ον,

   A with cheeks or sides of bronze, epith. of helmets, Il.12.183, 17.294, 20.397, Od.24.523; of a javelin, Pi.P.1.44, N.7.71; κρέμβαλα Carm.Pop.3.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾳος, ον, ὁ ἔχων παρειὰς ἢ πλευρὰς ἐκ χαλκοῦ, ἐπίθ. τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Μ. 183., Ρ. 294, Ὀδ. Ω. 522· ἐπὶ ἀκοντίου, Πινδ. Π. 1. 84, Ν. 7. 105· κρέμβαλα ὕμν. παρ’ Ἀθην. 636D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq.
aux joues d’airain, càd aux côtés, aux protège-joues d’airain (casque).
Étymologie: χαλκός, παρειά.

English (Autenrieth)

with cheeks (sidepieces) of bronze, helmet. (Il. and Od. 24.523.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, -ον, Α
χαλκόπλευρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πάρῃος / -πάρᾳος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο-πάρῃος, φοινικο-πάρῃος].

Greek Monotonic

χαλκοπάρῃος: Δωρ. -πάρᾷος, -ον, αυτός που έχει μάγουλα ή πλευρές από χαλκό, λέγεται για περικεφαλαίες, σε Όμηρ.· λέγεται για ακόντιο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκο-πάρῃος, δοριξ -πάρω¯