ἀλαλή
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
[ᾰλᾰ], Dor. ἀλαλά, ἡ, (ἀλαλαί)
A loud cry, μανίαι τ' ἀλαλαί τ' ὀρινομένων Pi.Fr.208; ἀλαλαὶ αἰαγμάτων (v.l. ἀλαλαγαί) E.Ph.337 :— esp. war-cry, Pi.N.3.60; battle, Id.I.7(6).10: comically, ἀ. μύρον χεῖτε Phoen.3.3 :—Ἀλαλά personified, κλῦθ', Ἀλαλά, πολέμου θύγατερ, Pi.Fr.78, cf. Plu.2.349c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλή: [ᾰλᾰ], Δωρ. ἀλαλά, ἡ, (ἀλαλαί) = ἀλαλητός, μεγάλη, ἰσχυρά, ἠχηρὰ κραυγή, μανίαι τ’ ἀλαλαί τ’ ὀρινομένων, Πινδ. Ἀποσπ. 224· ἀλαλαὶ αἰαγμάτων, (ἑτέρα γραφὴ ἀλαλαγαί), Εὐρ. Φοίν. 337: - ἰδίως ἡ κραυγή, μεθ’ ἧς ἤρχιζον τὴν μάχην, πολεμικὴ κραυγή, τῆς μάχης κραυγή, Πινδ. Ν. 3. 109, Ι. 7(6), 15. - Ἀλαλά, κατὰ προσωποπ. ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ, κλῦθ’, Ἀλαλά, πολέμου θύγατερ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 225· πρβλ. Πλούτ. 2. 349C.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
dor. ἀλαλά, ᾶς (ἡ) :
cri de guerre.
Étymologie: DELG onomatopée.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰλή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. ἀλαλά Pi.N.3.60, I.7.10, E.Hel.1344; Ἀλαλά Pi.Fr.78
• Prosodia: [ᾰ-]
1 grito de guerra Pi.N.3.60, Phoen.3.3
•fig. batalla Pi.I.7.11
•personif. Ἀ. Alalá hija de la Guerra, Pi.Fr.78.
2 alarido orgiástico Pi.Fr.70b.13, E.Hel.1344.
3 grito de dolor E.Ph.335.
4 grito festivo S.Tr.206.
• Etimología: Interj. onomat.
Greek Monolingual
ἀλαλὴ και ἀλαλά, η (Α)
1. δυνατή κραυγή
2. πολεμική κραυγή
3. ιαχή της μάχης και η ίδια η μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσιαστικό ἀλαλή, που είναι αττ. τ. του αντίστοιχου δωρ. ἀλαλά, προήλθε από χρήση του επιφωνήματος ἀλαλὰ ως ουσιαστικού].
Greek Monotonic
ἀλαλή: [ᾰλᾰ], Δωρ. ἀλαλά, ἡ, μεγάλη, δυνατή κραυγή, σε Ευρ.· ιδίως η ιαχή με την οποία γινόταν η έναρξη της μάχης, απ' όπου η πολεμική κραυγή, σε Πίνδ. (ηχομιμ., πρβλ. ἀλαλαί).
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾰλή: дор. ἀλᾰλά (ᾰλᾰλᾱ) ἡ
1) ура! (боевой или победный клич) Pind., Arph.;
2) боевой крик (δορίκτυπος Pind.);
3) крик, вопль (ἐφέστιοι ἀλαλαί Soph.; ἀλαλαι αἰαγμάτων Eur.).
Middle Liddell
[(Formed from the sound, cf. ἀλαλαί)]
a loud cry, Eur.:— esp. the cry with which battle was begun, hence the battle-cry, Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαλή -ῆς, ἡ, Dor. ἀλαλᾱ́ [~ ἀλαλαί
1. strijdkreet; ook overdr. van de strijd zelf. Pind.
2. alg. schreeuw, kreet.