ἀπόσκληρος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, strengthd. for σκληρός,
A very hard, Philum.Ven. 15.4, 22.1, Simp.in Ph.304.27. 2 harsh to the taste, of water, Myia Ep.4.
German (Pape)
[Seite 325] sehr hart, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσκληρος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ σκληρός, λίαν σκληρός, κατάσκληρος, τραχύς, Μυίας τῆς Πυθαγορικῆς ἐπιστ. σ. 63 ἔκδ. Ὀρελλ. Βασίλ. τ. 1. σ. 366.
Spanish (DGE)
-ον
muy duro κεφαλή Philum.Ven.15.4, οὐρά Philum.Ven.22.1, ξύλον Simp.in Ph.304.27, cf. 305.9
•endurecido ψυχή Mac.Aeg.Serm.B 50.9
•duro, gordo, muy cargado de sales ὕδωρ Pythag.Ep.4.4.