ἐκσκαφή
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ,
A digging out, PTeb.342.27 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
excavación c. gen. χοὸς ... καὶ ἄμμου PTeb.342.27 (III d.C.), κρήνης POxy.2240.26 (III d.C.).
Greek Monolingual
η (Μ ἐκσκαφή)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκσκάπτω, εξόρυξη, εκχωμάτωση, εκβραχισμός, ξέσκαμμα.