ὑποπορεύομαι
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
A go secretly, Plu.Tim.18; διὰ τῶν ὑπονόμων Id.Cam. 5.
German (Pape)
[Seite 1229] dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπορεύομαι: πορεύομαι κρυφίως, ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα Πλουτ. Τιμολ. 18· πορεύομαι ὑποκάτω, διὰ τῶν ὑπονόμων ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 5.
French (Bailly abrégé)
aller à la dérobée sous, se glisser sous.
Étymologie: ὑπό, πορεύω.
Greek Monolingual
Α πορεύομαι
1. πορεύομαι κρυφά («ἀκάτια διὰ τῶν βαρβαρικῶν τριηρῶν ὑποπορευόμενα», Πλούτ.)
2. πορεύομαι κάτω από κάτι («ὑποπορευόμενοι διὰ τῶν ὑπονόμων ἔλαθον ἐντὸς γενόμενοι τῆς ἄκρας», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ὑποπορεύομαι: αποθ., προχωρώ κάτω από το έδαφος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπορεύομαι: тайно проходить, незаметно проникать (διὰ τῶν ὑπονόμων Plut.).