ὑπαΐσσω

From LSJ
Revision as of 09:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾱΐσσω Medium diacritics: ὑπαΐσσω Low diacritics: υπαΐσσω Capitals: ΥΠΑΪΣΣΩ
Transliteration A: hypaḯssō Transliteration B: hypaissō Transliteration C: ypaisso Beta Code: u(pai/+ssw

English (LSJ)

Att. ὑπᾴσσω,

   A dart beneath, c. acc., μέλαιναν φρῖχ' ὑπαΐξει (where ᾰ, v. l. ὑπαλύξει) Il.21.126.    II dart from under, c. gen., βωμοῦ ὑπαΐξας 2.310.    III abs., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν S.Aj.301 (v.l. ἀπ-).

German (Pape)

[Seite 1180] 1) darunter fahren, sich schnell darunter begeben, τί, ὑπαΐξει φρῖκα Il. 21, 126. – 2) darunter herausfahren, schnell darunter hervorkommen, βωμοῦ Il. 2, 310. – [Α ist Il. 21, 126, wie bei den Tragg. in der Regel kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾱΐσσω: Ἀττ. -ᾴσσω, ὁρμῶ ὑποκάτω τινός, μετ’ αἰτ., θρώσκων τις κατὰ κῦμα μέλαιναν φρῖχ’ ὑπαΐξει ἰχθὺς (ἔνθα τὸ ᾰ, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. ὑπαλύξει) Ἰλ. Φ. 126· οὕτως, ὑπὸ φρικὸς ἀναπάλλεται Ψ. 692. ΙΙ. ὁρμῶ κάτωθέν τινος, μετὰ γεν., βωμοῦ ὑπαΐξας Β. 310. ΙΙΙ. ἀπολ., ὑπᾴξας διὰ θυρῶν Σοφ. Αἴ. 301.

French (Bailly abrégé)

1 s’élancer sous, acc.;
2 s’élancer de l’autel, gén..
Étymologie: ὑπό, ἀΐσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α
1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ' ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.)
2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.)
3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐσσω «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

ὑπᾱΐσσω: Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω,
I. ορμώ κάτω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. ορμώ από κάτω, με γεν., στο ίδ.· επίσης, ὑπᾴξας διὰ θυρῶν, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾱΐσσω: атт. * ὑπᾴσσω выскакивать, выпрыгивать: ὑ. τινός Hom. вылезать из-под чего-л.; ὑπᾰΐξει (ᾰ!) φρῖκα Hom. (рыба) всплывет на поверхность.