ἀσυκοφάντητος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον,
A not plagued by informers, Aeschin.3.216, Plu. 2.756d; ἑορτή OGI383.157 (Commagene, i B. C.); πενία ἀ. κτῆμα Secund.Sent.10; free from misrepresentation, Onos.Praef.10. II unexceptionable, BGU1059.8 (Aug.), Luc.Hist.Conscr.59, Salt.81. III Adv. -τως without quibbling, Phld.Rh.1.8 S., Plu.2.529d.
German (Pape)
[Seite 379] nicht von Sykophanten angeklagt, nicht verleumdet, Aeschin. 3, 216 Luc. Salt. 81 Plut. adv. vit. pud. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῡκοφάντητος: -ον, ὁ μὴ ἐνοχλούμενος ὑπὸ συκοφαντῶν, ὁ μὴ συκοφαντηθείς, διαβληθείς, Αἰσχίν. 84. 44, Πλούτ. 2. 756D, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 81. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 529D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.
Étymologie: ἀ, συκοφαντέω.
Spanish (DGE)
-ον
I libre de denuncias o críticas τόπος Aeschin.3.216
•de abstr. ἑορτή IGLS 1.157 (Comagene I a.C.), πίστις Onas.proem.10, de la pobreza ἀσυκοφάντητον κτῆμα Secund.Sent.17, cf. I.BI 1.522, Porph.Abst.4.7
•de pers. τούτου δὲ γενομένου ἔσομαι ἀ. SB 11968.20 (II a.C.), οὐδέν' ἀσυκοφάντητον οὐδ' ἀβασάνιστον ἀπολείψεις Plu.2.756d, ἀνήρ SB 9740.17 (II d.C.), PSI 921.30 (II d.C.), cf. BGU 1059.8 (I d.C.), Luc.Hist.Cons.59.
II adv. -ως
1 de manera simplista λαμβάνειν ἀ. Phld.Rh.1.17Aur.
2 sin ambigüedad Plu.2.529d
•sin intrigas o delaciones ἐπὶ τῶν ἀ. τὰ πράγματα ἐπιτελούντων Plu.Prou.80.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυκοφάντητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.
Greek Monotonic
ἀσῡκοφάντητος: -ον (συκοφαντέω), αυτός που δεν ενοχλείται από συκοφαντίες, μη διαβαλλόμενος, σε Αισχίν., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῡκοφάντητος: не оклеветанный, не затронутый клеветой Aeschin., Plut., Luc.
Middle Liddell
συκοφαντέω
not plagued by informers, not calumniated, Aeschin., Luc.