ὀθόνινος
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
η, ον,
A of fine linen, Luc.Alex.12, 15 ; πρόσωπον Pl.Com.142.
German (Pape)
[Seite 296] von Leinwand, Luc. Alex. 12, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὀθόνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεπτοῦ λινοῦ ὑφάσματος, πρβλ. πρόσωπον ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de linge fin.
Étymologie: ὀθόνη.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀθόνινος, -ίνη, -ον) οθόνη
κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός
αρχ.
φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον»
(στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα.
Russian (Dvoretsky)
ὀθόνῐνος: полотняный Luc.