ὀρίνδης

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρίνδης Medium diacritics: ὀρίνδης Low diacritics: ορίνδης Capitals: ΟΡΙΝΔΗΣ
Transliteration A: oríndēs Transliteration B: orindēs Transliteration C: orindis Beta Code: o)ri/ndhs

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ,

   A bread made of ὄρυζα, S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has ὀρίνδιον σπέρμα), Hsch. ; ὀρίνδα in Phryn. PSp.93 B. is perh. corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birinĵ, gurinĵ, Afghan vrižē, Skt. vrīhi 'rice': ὄρυζα comes from the same source.)

German (Pape)

[Seite 378] ἄρτος, ὁ, aus ὄρινδα od. ὄρυζα bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίνδης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐξ ὀρύζης, Σοφ. Ἀποσπ. 532 («ὀρίνδου δ’ ἄρτου μέμνηται Σοφοκλῆς ἐν «Τριπτολέμῳ», ἤτοι τοῦ ἐξ’ ὀρύζης γινομένου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος, ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ» Ἀθήν. 110Ε)· - ὁ αὐτὸς τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 73 (ὅστις ἔχει καὶ ὀρίνδιον σπέρμα), καὶ παρ’ Ἡσυχ.· ὁ δὲ τύπος ὀρίνδα ἐν Α. Β. 54 εἶναι ἴσως ἐκ παραφθορᾶς.

Greek Monolingual

ὀρίνδης, ὁ (Α)
άρτος παρασκευασμένος από όρυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με σουσάμι, ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από ρύζι ή από ένα είδος αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με σουσάμι. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο ρύζι, τότε αποτελεί παράλληλο τ. της λ. όρυζα και είναι δάνειο από τη Δυτική Ιρανική (πρβλ. και περσ. birinj, αρμ. brinj). Βλ. και λ. όρυζα].

Russian (Dvoretsky)

ὀρίνδης: adj. m рисовый, из рисовой муки (ἄρτος Soph.).

Frisk Etymological English

(ἄρτος)
Grammatical information: m.
Meaning: bread made of rice flour (S. Fr. 609 from Ath. 3, 110e, Poll. 6, 73); ὀρίνδιον σπέρμα (Poll.); ὀρίνδα ἥν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν καλοῦσι (Phryn. PS 93).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: Westiran. LW [loanword], cf. NPers. birinǰ, Arm. brinj (from Iran.); s. Pisani Riv. stud. or. 18, 95 f. On ὀρ- for Iran. wr- Schwyzer 313 w. n. 2. Further s. ὄρυζα. After Ath. and Poll. l.c. ὀρίνδης would be Ethiopian.

Frisk Etymology German

ὀρίνδης: (ἄρτος)
{oríndēs}
Grammar: m.
Meaning: Brot aus Reismehl (S. Fr. 609 aus Ath. 3, 110e Poll. 6, 73), ὀρίνδιον σπέρμα (Poll.); ὀρίνδα· ἥν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν καλοῦσι (Phryn. PS 93).
Etymology : Westiran. LW, vgl. npers. birinǰ, arm. brinj (aus dem Iran.); dazu Pisani Riv. stud. or. 18, 95 f. Zu ὀρ- für iran. wr- Schwyzer 313 m. A. 2. Weiteres s. ὄρυζα. Nach Ath. und Poll. a.a.O. wäre ὀρίνδης äthiopisch.
Page 2,417