πεσσευτής

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσευτής Medium diacritics: πεσσευτής Low diacritics: πεσσευτής Capitals: ΠΕΣΣΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pesseutḗs Transliteration B: pesseutēs Transliteration C: pesseftis Beta Code: pesseuth/s

English (LSJ)

Att. πεττ-, οῦ, ὁ, (πεσσεύω)

   A draught-player, Pl.Plt.292e ; applied to Divine Providence, Id.Lg.903d.

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, der mit den Steinen im Brett Spielende, Plat. Polit. 292 e; auch von der Alles anordnenden u. setzenden Gottheit, Legg. X, 903 d; Pol. 1, 84, 7 sagt συγκλείων πολλοὺς ὥςπερ ἀγαθὸς πεττευτής.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσευτής: -οῦ, ὁ, (πεσσεύω) ὁ παίζων τοὺς πεσσούς, Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε· λέγεται περὶ τῆς Θείας προνοίας, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui joue au trictrac;
2 p. ext. qui dispose et combine toutes choses en parl. de la divinité.
Étymologie: πεσσεύω.

Greek Monolingual

και πεττευτής, ὁ, Α πεσσεύω
αυτός που παίζει πεσσούς, αυτός που ρίχνει τους πεσσούς.

Greek Monotonic

πεσσευτής: -οῦ, ὁ (πεσσεύω), παίχτης επιτραπέζιου παιχνιδιού με πεσσούς, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πεσσευτής: атт. πεττευτής, οῦ ὁ игрок в шашки Plat., Polyb.

Middle Liddell

πεσσευτής, οῦ, ὁ, πεσσεύω
a draught-player, Plat.