ἀνάπαυμα

From LSJ
Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπαυμα Medium diacritics: ἀνάπαυμα Low diacritics: ανάπαυμα Capitals: ΑΝΑΠΑΥΜΑ
Transliteration A: anápauma Transliteration B: anapauma Transliteration C: anapavma Beta Code: a)na/pauma

English (LSJ)

poet. ἄμπ-, ατος, τό,

   A repose, rest, μερμηράων Hes. Th.55; κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Thgn.343; μόχθων Lyr.Oxy.9iii4; πλάτας E.Hyps.Fr.3iii14.    2 resting-place, APl.4.228 (Anyte); of a tomb, CIG4623 (Syria), cf. Epigr.Gr.453.3.    II fallow land, PTeb.115.3 (ii B. C.), PFay.112.4 (i A. D.).    2 the state of such land, ἐν ἀναπαύματι or ἀναπαύμασι PTeb.61a385 (ii B. C.), PLond. 3.1223.8 (ii A. D.), BGU1092.16 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 200] τό, die Ruhe, Erholung, Hes. ἄμπαυμα μερμηράων Th. 55; öfter bei sp. D., z. B. Anyt. 7 (Plan. 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, ατος, τό, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων Ἡσ. Θ. 55· κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Θέογν. 343. 2) τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Ἀνθ. Πλαν. 228· ἐπὶ τάφου, «ἑαυτῷ καὶ Παυλίνῃ γυναικὶ καὶ υἱοῖς καὶ φίλοις ἀνάπαυμα» Συλλ. Ἐπιγρ. 4623.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): poét. ἄμπ- Hes.Th.55, Thgn.343
I 1descanso, reposo, pausa c. gen. μερμεράων Hes.l.c., κακῶν Thgn.l.c., μόχθων Lyr.Adesp.8c, TAM 4.303, πλάτας E.Fr.1.3.13 Bond.
2 lugar de descanso, sitio para descansar, AP 16.228 (Anyt.), de una tumba CIG 4623 (Siria), cf. Epigr.Gr.453.3.
II 1barbecho ἐν ἀ[ναπ] αύ[μα] τι PTeb.61b.385 (II a.C.), PLond.3.1223.8 (II d.C.), BGU 1092.16 (IV d.C.).
2 campo en barbecho, PTeb.115.3 (II a.C.), PFay.112.4 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἀνάπαυμα και ποιητ. ἄμπαυμα, το (Α) ἀναπαύω
1. ανάπαυση, διάλειμμα, ανακούφιση από κάτι
2. (για τάφους) τόπος αναπαύσεως
3. (για αγρούς) αγρανάπαυση.

Greek Monotonic

ἀνάπαυμα: ποιητ. ἄμπ-, -ατος, τό (ἀναπαύω),
1. ανάπαυλα, ξεκούραση, σε Ησίοδ.· μεριμνῶν, από τις έγνοιες, σε Θέογν.
2. μέρος ανάπαυσης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπαυμα: поэт. ἄμπαυμα, ατος τό
1) отдых, передышка (μερμηράων Hes.);
2) место отдыха Anth.

Middle Liddell

ἀναπαύω
1. a repose, rest, Hes.; μεριμνῶν from cares, Theogn.
2. a resting-place, Anth.