εὐποτμέω
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
A to be lucky, fortunate, Plu.Aem.26.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποτμέω: εἶμαι εὔποτμος, «καλότυχος», εὐτυχής, Πλουτάρχ. Αἰμίλ. 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir un heureux sort, être heureux.
Étymologie: εὔποτμος.
Greek Monotonic
εὐποτμέω: μέλ. -ήσω, είμαι τυχερός, καλότυχος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐποτμέω: наслаждаться счастьем, быть счастливым Plut.
Middle Liddell
εὐποτμέω, fut. -ήσω [from εὔποτμος
to be lucky, fortunate, Plut.