ἰταμεύομαι
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
[ῐ],
A to be ἰταμός, interpol. in Jul.Or.7.210c.
German (Pape)
[Seite 1274] ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτᾰμεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582.
Greek Monolingual
ἰταμεύομαι (Α) ιταμός
(αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα.