ἄστεγος

From LSJ
Revision as of 15:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστεγος Medium diacritics: ἄστεγος Low diacritics: άστεγος Capitals: ΑΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: ástegos Transliteration B: astegos Transliteration C: astegos Beta Code: a)/stegos

English (LSJ)

ον, (στέγη)

   A without roof, houseless, Ps.-Phoc.24, LXX Is. 58.7, App.Hisp.78; unprotected, exposed, Ph.1.574.    II (στέγω) Act., not holding: metaph., ἄ. χείλεσι unable to keep one's mouth shut, given to prating, LXX Pr.10.8; στόμα ἄ. ib.26.28.

German (Pape)

[Seite 374] (στέγη), 1) ohne Dach, unbedeckt, Phocyl.; VLL. – 2) nach B.A. 454 u. Suid. ὁ φλύαρος καὶ ἀνυπομόνητος; (von στέγω) nicht festhaltend, nicht bewahrend, ἄστεγος χείλεσιν LXX. – Bei Diosc. steht ἄστεγνος ὄγκος, unerträglich.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene techo, que no tiene cobijo de pers. ἄστεγον εἰς οἶκον δέξαι Ps.Phoc.24, πτωχοί LXX Is.58.7, οἱ στρατιῶται ... ἐν ἀστέγῳ σταθμεύοντες App.Hisp.78, αὐτός Ph.1.574, ἄστεγοι ἠδ' ἀγύναιοι Man.1.173.
2 fig. que no pone techo, que no pone freno ἄστεγον στόμα charlatán LXX Pr.26.28, ὁ ἄ. χείλεσι el que no pone techo a sus labios, que no puede estar callado LXX Pr.10.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄστεγος, -ον)
αυτός που δεν έχει στέγη, κατοικία
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να σκεπάσει, να συγκρατήσει (τα λόγια του) («ἀστέγοις χείλεσι», «ἄστεγον στόμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -στεγος < στέγη).