παρασπείρω

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπείρω Medium diacritics: παρασπείρω Low diacritics: παρασπείρω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: paraspeírō Transliteration B: paraspeirō Transliteration C: paraspeiro Beta Code: paraspei/rw

English (LSJ)

   A sow among, Thphr.CP3.10.3 (Pass.), PCair.Zen. 269.35 (iii B. C., prob. Act.), BGU591.14 (i A. D., Pass.) : metaph., in Pass., [ψυχὴ] παρεσπαρμένη τοῖς πόροις Pl.Ax.366a ; to be diffused over, τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι Sch.Epicur.Ep.1p.21U., cf. Nat.Herc. 1420 Fr.1 ; to be interspersed in, ἡ πιμελὴ παρέσπαρται τῇ σαρκί Gal.1.345 ; τοῖς σιτίοις παρέσπαρται [τὸ αἷμα] Id.Nat.Fac.2.8 ; τὸ Ἰουδαίων γένος πολὺ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παρέσπαρται τοῖς ἐπιχωρίοις J.BJ 7.3.3, cf. Str.17.3.9.

German (Pape)

[Seite 499] (σπείρω), daneben od. dazu säen, Theophr. u. Sp.; übertr., ἅτε παρεσπαρμένη ἡ ψυχὴ τοῖς πόροις, Plat. Ax. 366 a. Auch vom Orte, ἔσθ' ὅτε παρέσπαρται, sie liegen dazwischen, Strab. XVII, 829.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπείρω: σπείρω πλησίον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 10, 3· διασκορπίζω πλησίον, Πλάτ. Ἀξ. 366Α. - Παθ., ἐπὶ τόπων, κεῖμαι διεσπαρμένος, Στράβ. 829. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, τῷ λοιπῷ παρεσπάρη σώματι, διεσπάρη εἰς τὸ λοιπὸν σῶμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 66.

Greek Monolingual

Α
1. σπέρνω κοντά σε κάτι
2. σπέρνω επί πλέον
3. διασπείρω, διασκορπίζω
4. εισάγω με τρόπο ύπουλο, δόλιο και απατηλό
5. παθ. μτφ. διασπείρομαι, διασκορπίζομαι, διαχέομαι («παρεσπαρμένη τοῑς πόροις ἡ ψυχή», Πλατ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σπείρω uitzaaien over:. παρεσπαρμένη τοῖς πόροις (de ziel) uitgezaaid als ze is door alle doorgangen (van het lichaam) [Plat.] Ax. 366a.

Russian (Dvoretsky)

παρασπείρω: рассеивать: παρεσπαρμένος τινί Plat. рассеянный по чему-л.