ὠφέλησις
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
εως, ἡ,
A helping, aiding, hence, like ὠφέλεια, use, service, advantage, S.OC401; σοὶ γὰρ ὠ. οὐκ ἔνι Id.El.1031.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία· ὅθεν (καθόλου) ὡς τὸ ὠφέλεια, κέρδος, ὄφελος, Σοφ. Ο. Κ. 402· σοὶ γὰρ ὠφ. οὐκ ἔνι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1031.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
avantage, utilité.
Étymologie: ὠφελέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α ὠφελῶ
1. βοήθεια, υποστήριξη
2. (γενικά) ωφέλεια, κέρδος.
Greek Monotonic
ὠφέλησις: -εως, ἡ, βοήθεια, επικουρία· όπως το ὠφέλεια, κέρδος, όφελος, βοήθεια, πλεονέκτημα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὠφέλησις: εως ἡ польза, выгода, помощь: σοὶ ὠ. οὐκ ἔνι Soph. нет (мне) от тебя помощи.
Middle Liddell
ὠφέλησις, εως, from ὠφελέω, a helping, aiding; and so (generally) like ὠφέλεια, use, service, advantage, Soph.