Ὀλυμπιεῖον
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
or Ὀλυμπ-ίειον, τό,
A temple of Olympian Zeus, Th.6.64,65,70,al. : in codd. freq. wrongly written Ὀλύμπιον, as in Pl.Phdr.227b, Arist.Pol.1313b23 ; cf. τὸ ἱερὸν Ὀλύμπιον πεντεσυλλάβως, ὡς Ἀσκληπίειον, Phot. II Ὀλυμπίεια, τά, his festival, IG22.1496.82 (iv B. C.), 2.1291.6 (iii B. C.) :—later Ὀλυμπεῖα, ib.3.127 (ii A. D.), al.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπιεῖον: ἢ Ὀλυμπίειον, τό, ὁ ναὸς τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς ἐν Συρακούσαις, Θουκ. 6. 64, 65, 70, κ. ἀλλ.· ἐν Ἀθήναις, Πλάτ. Φαῖδρ. ἐν ἀρχ. Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται ἐσφαλμένως Ὀλύμπιον, οἷον ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 9· οὕτω παρὰ Φωτ., ὅπερ εἶναι φανερὸν σφάλμα· τὸ ἱερὸν Ὀλύμπιον πεντασυλλάβως, ὡς Ἀσκληπίειον, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 371. ΙΙ. Ὀλυμπίεια, τά, ἡ ἐορτὴ τοῦ Ὀλυμπίου Διός, Συλλ. Ἐπιγρ. 159, 19.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 le sanctuaire de Zeus Olympien, à Athènes;
2 Olympieion, bourg de Sicile, près de Syracuse.
Étymologie: Ὀλύμπιος.
Greek Monotonic
Ὀλυμπιεῖον: ή Ὀλυμπίειον, τό, ναός του Ολυμπίου Διός, σε Θουκ., Πλάτ.· λανθασμένη γραφή, Ὀλύμπιον.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλυμπιεῖον: τό Олимпий
1) храм Зевса Олимпийского в Афинах Plut.;
2) город близ Сиракуз Thuc.
Middle Liddell
Ὀλυμπιεῖον, ορ Ὀλυμπίειον, ου, τό,
the temple of Olympian Zeus, Thuc., Plat.;—wrongly written Ὀλύμπιον.