δεινώψ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ,
A fierce-eyed, of the Erinyes, S.OC84.
German (Pape)
[Seite 539] ῶπος, = δεινωπός, Soph O. C. 84.
Greek (Liddell-Scott)
δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀγρίους, φοβεροὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ο. Κ. 84.
French (Bailly abrégé)
ῶπος (ὁ, ἡ)
au regard terrible.
Étymologie: δεινός, ὤψ.
Spanish (DGE)
-ῶπος
de mirada terriblede las Erinis, S.OC 84, cf. Lyr.Adesp.414d.2S., Anecd.Ludw.187.12, Eust.673.36.
Greek Monolingual
δεινώψ (ῶπος), ο, η (Α)
(για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)].
Greek Monotonic
δεινώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει άγριο, φοβερό βλέμμα, φρικώδη όψη, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δεινώψ: ῶπος adj. страшно глядящий, с ужасным взором (эпитет Эриний) Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεινώψ -ῶπος met vreselijke blik.
Middle Liddell
fierce-eyed, of the Erinyes, Soph.