τολμητός

From LSJ
Revision as of 14:35, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμητός Medium diacritics: τολμητός Low diacritics: τολμητός Capitals: ΤΟΛΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tolmētós Transliteration B: tolmētos Transliteration C: tolmitos Beta Code: tolmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—

   A ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.

German (Pape)

[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.

French (Bailly abrégé)

ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu’il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, θηλ. και τολμητός, Α τολμῶ
τολμηρός.

Greek Monotonic

τολμητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτός που μπορεί κάποιος να τον τολμήσει· ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· ἐλπὶς τολμητή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τολμητός: дор. τολμᾱτός 3 и 2 [adj. verb. к τολμάω отважно предпринимаемый (предпринятый): ἐλπὶς τολμητός Eur. надежда, состоящая в отваге; ἐκείνῳ πάντα τολμητά ἐστιν Soph. он способен (отважиться) на все.

Middle Liddell

τολμητός, ή, όν verb. adj. of τολμάω
to be ventured; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα τολμητά all things are within the compass of his daring, Soph.; ἐλπὶς τ. Eur.