γραμμικός
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ή, όν,
A linear, geometrical, θεωρία Gal.UP10.12; ἀπόδειξις Plu.Marc.14, Theol.Ar.26; ἀνάγκαι Olymp.in Grg.p.260 J. Adv. -κῶς by means of lines, geometrically, ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92, cf. Ptol.Alm.2.12, Procl.in R.2.27 K. 2 γ. ἀριθμός linear number, Nicom.Ar.2.7, cf. Speus. ap.Theol.Ar.61. II = γραμματικός, Plu.2.606c (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 505] zu, mit Linien, ἀπόδειξις, ἔφοδος, geometrischer Beweis, Verfahren, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμικός: -ή, -όν, εἰς γραμμὰς ἀνήκων, γεωμετρικός, θεωρία, ἀπόδειξις Διογ. Λ. 1. 25, Πλούτ., κτλ.― Ἐπίρρ. –κῶς, διὰ μέσου γραμμῶν, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 92. ΙΙ. = γραμματικὸς (ἂν ἀληθὴς γραφὴ) Πλούτ. 2. 606C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les lignes, linéaire, géométrique;
2 habile au tracé des lignes, expert en géométrie, en dessin linéaire, etc.
Étymologie: γραμμή.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1geométrico θεωρία Gal.3.812, ἀπόδειξις Plu.Marc.14, cf. D.L.1.25, Theol.Ar.26, ἐπίπεδα Nicom.Ar.2.7.4, σχήματα Sch.A.Pr.813aH.
•fig. de una demostración riguroso δείξει τοίνυν ὁ Σωκράτης γραμμικαῖς ἀνάγκαις ὅτι ... Olymp.in Grg.18.1, cf. in Alc.49.1, 102.4.
2 lineal ἀριθμός Speus.28, Nicom.Ar.2.6.1, 7.3, 13.6, Procl.in R.2.170.
II adv. -ῶς geométricamente ἐπελογισάμεθα καὶ ταύτας γ. ἀρξάμενοι Ptol.Alm.2.12, γ. ... ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92, cf. Procl.in R.2.27.
Russian (Dvoretsky)
γραμμικός: II ὁ чертежник (γεωμέτραι καὶ γραμμικοί Plut.).
линейный, т. е. геометрический (ἀπόδειξις Plut.; θεωρία Diog. L.).