κολάστειρα
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, fem. of κολαστήρ, AP7.425 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1472] ἡ, Iem. zu κολαστήρ; ἀμπλακίας Antp. Sid. 88 (VII, 425).
Greek (Liddell-Scott)
κολάστειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κολαστήρ, Ἀνθ. Π. 7. 425.
Greek Monotonic
κολάστειρα: ἡ, θηλ. του κολαστήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κολάστειρα: ἡ карательница, карающая (μάστιξ Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολάστειρα -ας, ἡ [κολάζω] bestrafster.
Middle Liddell
κολάστειρα, ἡ, [fem. of κολαστήρ, Anth.]