κρυψίνοος

From LSJ
Revision as of 23:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυψίνοος Medium diacritics: κρυψίνοος Low diacritics: κρυψίνοος Capitals: ΚΡΥΨΙΝΟΟΣ
Transliteration A: krypsínoos Transliteration B: krypsinoos Transliteration C: krypsinoos Beta Code: kruyi/noos

English (LSJ)

ον, contr. κρυψί-νους, ουν,

   A hiding one's thoughts, dissembling, X.Cyr.1.6.27, Gal.8.362, D.C.67.1, Eun.Hist.p.254 D.; opp. παρρησιαζόμενος X. Ages.11.5. Adv. -νως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 1517] zsgzgn -νους, seine Gedanken verbergend, von heimlicher, versteckter Sinnesart, Xen. Cyr. 1, 6, 19 Ages. 11, 5 u. Sp. – Adv., Poll. 4, 51, κρυψίνως.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἀποκρύπτων τοὺς στοχασμούς του, ὁ ὑποκρινόμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27., 8. 2, 1· ἀντίθ. τῷ παρρησιαζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 5. Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Δ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui cache sa pensée, dissimulé.
Étymologie: κρύπτω, νόος.

Greek Monotonic

κρυψίνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις του, που υποκρίνεται, προσποιείται, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κρυψίνοος: стяж. κρυψίνους 2 (ῐ) скрывающий свои мысли, скрытный Xen.