παράμερος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.
Greek (Liddell-Scott)
παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήμερος.
English (Slater)
παρᾱμερος
1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.
Greek Monotonic
παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.
Russian (Dvoretsky)
παράμερος: дор. = παρήμερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρᾱ́μερος -ον [παρά, ἡμέρα] Dor., dagelijks.