πισσώδης
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Att. πιττ-, εως,
A like pitch, χρῶμα Arist.HA587a32 ; thick as pitch, Thphr.HP3.1.6 ; ὑγρότης ib.1.12.2 : Sup., ib.9.2.2.
German (Pape)
[Seite 619] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πισσώδης: -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, πεύκη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ες, ΝΑ, και αττ. τ. πιττώδης, -ῶδες, Α πίσσα
1. ο όμοιος με πίσσα («χρῶμα δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ σφόδρα μέλαν καὶ πιττῶδες», Αριστοτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος πίσσα
3. αυτός που είναι πυκνός, παχύρρευστος σαν την πίσσα.
Russian (Dvoretsky)
πισσώδης: атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.