πηλόδομος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ον,
A clay-built, τοῖχοι ib. 9.662 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
πηλόδομος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ κατασκευασθείς, τοῖχοι Ἀνθ. Π. 9. 662.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti avec du limon.
Étymologie: πηλός, δέμω.
Greek Monolingual
-ον, Α
χτισμένος με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -δομος (< δέμω «κατασκευάζω»), πρβλ. μουσό-δομος].
Greek Monotonic
πηλόδομος: -ον (δέμω), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, τοῖχοι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πηλόδομος: построенный из глины, глинобитный (τοῖχοι Anth.).