φλεγματικός

From LSJ
Revision as of 14:47, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰτικός Medium diacritics: φλεγματικός Low diacritics: φλεγματικός Capitals: ΦΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phlegmatikós Transliteration B: phlegmatikos Transliteration C: flegmatikos Beta Code: flegmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A φλέγμα 11.2) abounding in phlegm, ἔδεσμα, of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. Alex.Aphr.Pr.1.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1291] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτικός: -ή, -όν, (φλέγμα ΙΙ. 2) φλεγματώδης, πάθος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλεγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
φλεγματώδης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου
2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος.

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰτικός: воспалительный (πάθος Arst.).