ἀπωστός

From LSJ
Revision as of 15:31, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωστός Medium diacritics: ἀπωστός Low diacritics: απωστός Capitals: ΑΠΩΣΤΟΣ
Transliteration A: apōstós Transliteration B: apōstos Transliteration C: apostos Beta Code: a)pwsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019.    II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.

German (Pape)

[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 repoussé, chassé de, gén.;
2 qui ne peut être repoussé ou chassé.
Étymologie: ἀπωθέω.

Spanish (DGE)

-όν
echado, expulsado τῆς ἑωυτοῦ (γῆς) Hdt.6.5, cf. 1.71, S.Ai.1019, ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου Fauorin.Fr.17, ἀπωστός· φυγάς Hsch.

Greek Monolingual

βλ. απωθώ.

Greek Monotonic

ἀπωστός: -ή, -όν (ἀπωθέω),
I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπωστός:
1) изгнанный (γῆς Her., Soph.);
2) отогнанный: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.

Middle Liddell

ἀπωθέω
I. thrust or driven away from a place, c. gen., Hdt., Soph.
II. that can be driven away, Hdt.