ἀσπιστής

From LSJ
Revision as of 12:50, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπιστής Medium diacritics: ἀσπιστής Low diacritics: ασπιστής Capitals: ΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: aspistḗs Transliteration B: aspistēs Transliteration C: aspistis Beta Code: a)spisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one armed with a shield, warrior, Hom. (in Il.) always in gen. pl. ἀσπιστάων, Il.4.90, al.:—as Adj., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, i.e. the shield of Achilles, E.El.444 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 374] ὁ, mit einem Schilde versehen; Hom. ἀσπιστάων Versende Iliad. 4, 90. 201. 221. 5, 577. 8, 155. 214. 11, 412. 13, 680. 16, 490. 541. 593; auch sonst bei Dichtern, ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων Eur. El. 444, Schildwerk der Waffen, d. i. Waffen, deren Hauptstück der Schild war.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπιστής: -οῦ, ὁ, ὁ δι’ ἀσπίδος ὡπλισμένος, πολεμιστής, Ὅμ. (ἐν. Ἰλ.) ἀείποτε κατὰ γεν. πληθ. ἀσπιστάων Ἰλ. Δ. 90, κτλ.· ὡς ἐπίθ., Νηρῇδες δ’ Εὐβοῖδας ἀκτὰς λιποῦσαι Ἡφαίστου χρυσέων ἀκμόνων μόχθους ἀσπιστὰς ἔφερον τευχέων, περὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως ἣν περιγράφει ὁ Ὅμηρος, Εὐρ. Ἡλ. 443.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.

English (Autenrieth)

= ἀσπιδιώτης, only pl., warriors. (Il.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἀσπιστάς E.Io 198
1 guerrero armado con escudo ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων Il.4.221, 11.412, cf. 5.577, 8.155, ἀ. Ἰόλαος E.l.c., σὺν Μυρμιδόνων ἀσπισταῖς E.IA 1069, στρατὸς ἀσπιστάων Orác. en Paus.4.32.5.
2 adj. portador de escudo κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν Il.4.90, 201, cf. 8.214, 13.680, 16.490
consistente en escudos μόχθους ἀσπιστάς E.El.443.

Greek Monotonic

ἀσπιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που είναι οπλισμένος με ασπίδα, πολεμιστής, γεν. πληθ. ἀσπιστάων, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επίθ., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, δηλ. η ασπίδα του Αχιλλέα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπιστής: οῦ adj. m щитовой, оружейный: Ἡφαίστου μόχθοι ἀσπισταὶ τευχέων Eur. щит работы Гефеста.
οῦ ὁ воин, боец Hom.

Middle Liddell

ἀσπίς
one armed with a shield, a warrior, gen. pl. ἀσπιστάων, Il.:—as adj., ἀσπισταὶ μόχθοι τευχέων, i. e. the shield of Achilles, Eur.