ἐντί
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
εἰμί.
German (Pape)
[Seite 856] dor. = εἰσί, sie sind, auch = ἐστί, er ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντί: Δωρ. ἀντὶ τοῦ εἰσί, γ΄ πληθ. τοῦ εἰμὶ (sum), Πίνδ. κλ.: ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ ἐστί, ἐντί γε πικρὸς Θεόκρ. 1. 17., 3. 39., 5. 21, κτλ.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. et 3ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
Greek Monotonic
ἐντί: Δωρ. αντί ἐστί ή εἰσί, γʹ ενικ. και πληθ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἐντί: дор.
1) (= ἐστί) 1 л. sing. к εἰμί;
2) (= εἰσί) 3 л. pl. praes. к εἰμί.