Σεμέλη

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Sémélè, mère de Dionysos.
Étymologie: DELG pê déesse thraco-phrygienne de la terre, cf. néo-phryg. ζεμελως « aux dieux de la terre ».

English (Autenrieth)

Semele, daughter of Cad mus and mother of Dionȳsus by Zeus, Il. 14.323 and 325.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. Σεμέλα Α
μυθ. κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου και της Αρμονίας, μητέρα του θεού Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για τ. θρακοφρυγικής προέλευσης που αναφέρεται σε θεότητα της γης (πρβλ. νεοφρυγ. δεως ζεμελως κε «στους θεούς του ουρανού και της γης, δηλ. στον Δία και τη Σεμέλη)].

Russian (Dvoretsky)

Σεμέλη: дор. Σεμέλα ἡ Семела (дочь Кадма и Гермионы, мать Вакха от Зевса) Pind., Her., Eur.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: daughter of Kadmos, mother of Dionysos (Il.).
Other forms: Dor. -λα
Origin: Thrac., Phryg.
Etymology: To Phryg. ζεμελως in the formula δεως ζεμελως κε (funeral inscr.), which clearly refers to heaven (s. Ζεύς, δῖος) and earth. So prob. a Thrac.-Phryg. goddess (Kretschmer Einl. 241) w. older lit.. Further s. χθών and Διόνυσος.

Frisk Etymology German

Σεμέλη: {Semélē}
Forms: dor. -λα
Grammar: f.
Meaning: Tochter des Kadmos, Mutter des Dionysos von Zeus (seit Il.).
Etymology : Zu phryg. ζεμελως in der Formel δεως ζεμελως κε (Grabinschriften), die sich offenbar auf Himmel (s. Ζεύς, δῖος) und Erde bezieht; somit urspr. eine thrak.-phryg. Erdgöttin (Kretschmer Einl. 241 m. alt. Lit.). Weiteres s. χθών, auch Διόνυσος m. Lit.
Page 2,692