δαιμονοβλάβεια
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A heaven-sent visitation, Plb.28.9.4.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, göttliche Strafe, von der Gottheit verhängter Wahnsinn, Pol. 28, 9, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονοβλάβεια: ἡ, δυστύχημα ἐκ θεοῦ πεμφθέν, Πολύβ. 28. 9, 4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
enajenación mental causada por el demon, Plb.28.9.4, 36.17.15.
Greek Monolingual
δαιμονοβλάβεια, η (Α)
φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -βλάβεια -βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)].
Russian (Dvoretsky)
δαιμονοβλάβεια: ἡ ниспосланное богами безумие Polyb.