αφιερώνω
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
(AM ἀφιερῶ, -όω) ιερώ
προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης
νεοελλ.
1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης
2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι)
επιδίδομαι, προσφέρομαι ολόψυχα, με ζήλο
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) αφιερωμένος, -η, -ο- α) αυτός που έχει αφιερωθεί κάπου ή σε κάποιον
β) (στη Φιλική Εταιρεία) βαθμός στρατιωτικού αρχηγού ανώτερος από τον βαθμό του «ποιμένος»
γ) ως ουσ. μέλος χριστιανικής οργάνωσης που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό και στην Εκκλησία, μένει άγαμος και ζει σε κοινόβιο, μέσα στην πόλη, κοσμοκαλόγερος
(αρχ.μσν.)
1. κάνω κάτι ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω
2. ἀφιεροῡμαι
εξαγνίζομαι.