ιστορώ

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱστορῶ, -έω) ίστωρ
1. εξιστορώ, αφηγούμαι, διηγούμαι
2. αναθυμούμαι, αναπολώ, αναπλάθω
3. ζωγραφίζω
αρχ.
1. ερευνώ και μαθαίνω κάτι, πληροφορούμαι, ρωτώ για κάτι
2. εξετάζω με προσοχή, παρατηρώ
3. είμαι καλά πληροφορημένος, γνωρίζω
5. παθ. ἱστοροῡμαι, -έομαι
παριστάνομαι, περιγράφομαι.